Κάθε περίπτωση ιδιωτικοποίησης
περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου είναι μια επιλογή, που, για τους
κομμουνιστές, συνιστούσε και εξακολουθεί να αποτελεί πολιτικό και οικονομικό
έγκλημα. Όταν, όμως, η συζήτηση πηγαίνει στα εργοστάσια παραγωγής ζάχαρης
που διαθέτει η χώρα και τα οποία ανήκουν στο κράτος και στην εμμονή των
κυβερνώντων να τα παραχωρήσουν στο ιδιωτικό κεφάλαιο, τότε οι παραπάνω
χαρακτηρισμοί μπορεί να απαντούν γενικά στο ζήτημα, ωστόσο, δημιουργούν μια
σειρά ερωτήματα που δεν μπορούν να απαντηθούν με την απλή λογική.
Όχι ότι
χρειάζεται ιδιαίτερα ...σύνθετη λογική, προκειμένου να αντιληφθεί κάποιος ότι εκεί
οδηγεί η πολιτική τυφλής εξυπηρέτησης των συμφερόντων του κεφαλαίου. Να
αποφασίζεται να ξεπαστρέψουν έναν ολόκληρο κλάδο, που δεν επιβαρύνει τον
κρατικό προϋπολογισμό (αφού είναι κερδοφόρος), επειδή με αυτόν τον τρόπο
εξασφαλίζεται το κέρδος για κάποιους επιχειρηματίες.
Όμως, ο κλάδος - κύκλος της παραγωγής
ζάχαρης, είναι, για κάθε χώρα, κλάδος στρατηγικής σημασίας, - με την
έννοια ότι μιλάμε για την παραγωγή ενός προϊόντος απόλυτα πρώτης ανάγκης για
τον πληθυσμό, με πολλαπλές και διευρυμένες χρήσεις σε ολόκληρο τον κλάδο των
τροφίμων και όχι μόνο. – Ένας κλάδος, που, πριν μερικά χρόνια, πριν συρρικνωθεί
η παραγωγή, εξαιτίας της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της ΕΕ και κλείσουν τα μισά
εργοστάσια ζάχαρης, όχι μόνο κάλυπτε όλες τις εγχώριες ανάγκες, αλλά ήταν και
εξαγωγικός. [Θυμίζουμε ότι, μόνο στο Νομό Φλώρινας, καλλιεργούνταν πάνω από
25.000 στρέμματα με τεύτλα και είχαν εισόδημα εκατοντάδες μικροί και μεσαίοι
αγρότες της περιοχής μας, ενώ σήμερα δεν καλλιεργείται ούτε ένα στρέμμα]. –
Ένας κλάδος, που, στα χέρια της κοινωνίας, μπορεί να αποτελέσει στήριγμα, ακόμα
και κλάδο - κλειδί στην προσπάθεια στήριξης της πρωτογενούς παραγωγής, προς
όφελος του λαού.
Την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, – αυτόν
τον κερδοφόρο και στρατηγικής σημασίας κλάδο, – θέλει η κυβέρνηση,
στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής της των ιδιωτικοποιήσεων, να τον πουλήσει
σε ιδιωτική πολωνική εταιρεία, η οποία, αφού πάρει για λογαριασμό της την
ποσόστωση, θα κλείσει το παραγωγικό κομμάτι και θα την μετατρέψει σε εμπορική
επιχείρηση, η οποία, για τις εγχώριες ανάγκες, θα εισάγει ζάχαρη από την
Πολωνία!
Βέβαια, όλοι αυτοί που αναφανδόν στηρίζουν
τις αντιλαϊκές πολιτικές και τα φιλομονοπωλιακού χαρακτήρα μέτρα διαχείρισης
της καπιταλιστικής κρίσης, όλοι αυτοί που, ταυτόχρονα, σπεύδουν να ταχθούν υπέρ
του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, ακόμα και των μονάδων παραγωγής
ζάχαρης, είναι εκείνοι που κουνάνε στους εργαζόμενους το δάκτυλο εκβιάζοντας
για την υποταγή των εργαζομένων απέναντι στις επιλογές ΕΕ - πλουτοκρατίας,
γιατί σε αντίθετη περίπτωση, όπως αυτοί απειλούν, θα πεινάσουμε επειδή δεν
έχουμε δική μας παραγωγή!!!...
***
ΙΙ. Περί
«αναδιαπραγμάτευσης».
Ολοένα και πιο συγκεκριμένη γίνεται η
πολυθρύλητη «αναδιαπραγμάτευση» του μνημονίου, την οποία προπαγανδίζουν όλα τα
κόμματα, πλην ΚΚΕ. Η συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της συγκυβέρνησης
στη Βουλή, ήταν αποκαλυπτική. ΝΔ - ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ έκλεισαν σε όλες τις πτώσεις
την «αναδιαπραγμάτευση» της δανειακής συμφωνίας, καθιστώντας σαφές ότι για να
γίνει αυτή πρέπει πρώτα να προχωρήσει ο πυρήνας των αντιδραστικών
αναδιαρθρώσεων που συμφωνήθηκαν με την τρόικα και την ΕΕ, μέσα και έξω από το
μνημόνιο. Η κυβέρνηση ομολογεί ολοένα και πιο καθαρά ότι στόχος της
«αναδιαπραγμάτευσης» δεν είναι καν η ελάχιστη ανακούφιση του λαού από το μπαράζ
των βάρβαρων μέτρων, αλλά η επιμήκυνση του χρόνου εφαρμογής τους, προκειμένου
να τα καταπιεί με μεγαλύτερη ευκολία.
Αυτός που σπάει μετεκλογικά όλα τα κοντέρ
είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Πριν τις εκλογές της 6ης Μάη, ανταγωνιζόταν τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και
τη ΔΗΜΑΡ με το επιχείρημα ότι οι τρεις τους δεν ήθελαν ακύρωση του μνημονίου,
αλλά «αναδιαπραγμάτευση». Πριν τις εκλογές στις 17 Ιούνη, άρχισε να τα
«στρίβει». Σ' ένα ρεσιτάλ ενδοτισμού, άρχισε να αντικαθιστά στο λεξιλόγιό του
την «ακύρωση - καταγγελία» του μνημονίου με την «αναδιαπραγμάτευση».
Μετά και τις δεύτερες εκλογές, απαλλαγμένος πλέον από το άγχος της ψηφοθηρίας,
κάνει «υπεύθυνη» κριτική στην κυβέρνηση ότι δεν υλοποιεί τις προεκλογικές της
δεσμεύσεις για «αναδιαπραγμάτευση» του μνημονίου και την καλεί να διεκδικήσει
αποφασιστικά την εφαρμογή και στην Ελλάδα των αποφάσεων για απευθείας
ανακεφαλαίωση των τραπεζών από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης.
Το «καρέ» συμπληρώνουν οι Ανεξάρτητοι
Έλληνες, αλλά και η «Χρυσή Αυγή». Οι μεν πρώτοι ζητάνε ακύρωση του μνημονίου με
νομικές διαδικασίες και παραμονή στην ΕΕ και το ευρώ. Η θέση τους αναπόφευκτα
καταλήγει σε διαπραγμάτευση για ένα άλλο μνημόνιο. Την Κυριακή, ήρθε η σειρά
και των Χρυσής Αυγής να καταθέσει φανερά τα διαπιστευτήριά της στην ΕΕ και στην
Ευρωζώνη. Προσφέρθηκε στην κυβέρνηση «να πιέσουμε στην κατεύθυνση της
διαπραγμάτευσης με την τρόικα», διαβεβαιώνοντας και αυτοί ότι «δεν
είμαστε υπέρ της εξόδου από το ευρώ». Άρα, όλα τα κόμματα, εκτός από το
ΚΚΕ, λένε αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου, σε συνεννόηση με την ΕΕ, για να
παραμείνει η χώρα στη λυκοσυμμαχία. Ξεκαθαρίζουν ακόμα πως αυτή η «αναδιαπραγμάτευση»
θα φτάνει μέχρι το σημείο που δε θα θίγονται στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου,
αφού κάτι τέτοιο προϋποθέτει σύγκρουση και όχι διαβούλευση με την ΕΕ.
Με άλλα λόγια, «αναδιαπραγμάτευση»
σημαίνει είτε παράταση του χρόνου εφαρμογής των αντιλαϊκών μέτρων, είτε
εξασφάλιση φθηνότερων δανείων για τις τράπεζες και τα μονοπώλια, είτε ένα νέο
μνημόνιο, το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ και προσφάτως το ΠΑΣΟΚ ονομάζουν «εθνικό σχέδιο
ανασυγκρότησης». Ακόμα κι αν τελικά γίνει αυτή η «αναδιαπραγμάτευση», τα
σημεία που αφορούν το λαό θα είναι ελάχιστα και οι όποιες διαφοροποιήσεις θα
είναι ανίκανες να αντιστρέψουν τις συνέπειες από την καταιγίδα των αντιλαϊκών -
αντεργατικών μέτρων. Χαΐρι ο λαός δεν πρόκειται να δει μέσα στην ΕΕ, με τα
μονοπώλια στην εξουσία. Διέξοδο γι' αυτόν μπορεί να δώσει μόνο η πάλη για το
εμπόδισμα των βάρβαρων μέτρων, προσανατολισμένη στην αποδέσμευση από την ΕΕ με
λαϊκή εξουσία και μονομερή διαγραφή του χρέους.
ΝΕ ΚΚΕ Φλώρινας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια γίνονται για ενημέρωση των αναγνωστών μας. Η ευθύνη των σχολίων, αστική και ποινική, βαρύνει τους σχολιαστές.