Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Ελληνική βιοποικιλότητα. Ο άγνωστος θησαυρός της ελληνικής γεωργίας


Η Ελλάς είναι ένας ιδιάζων βιότοπος.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια «μήτρα» στη λεκάνη της Μεσογείου, που γεννά. Γεννά υλικά και αντικείμενα αλλά και ιδέες και ανθρώπους μοναδικούς. Φιλοσόφους, πολιτικούς, επιστήμονες, στρατηγούς αλλά και αρχές και αξίες που συνέθεσαν τον υπέρτατο πολιτισμό της οικουμένης. Έναν πολιτισμό που αποτελείται από επιμέρους κομμάτια μιας σύνθετης πολιτισμικής παραλλακτικότητας. Αυτή είναι άλλωστε και η δύναμη της διαιώνισής του.
Η παραλλακτικότητα, αποτελεί το στήριγμά του. Με το απόσταγμα της σοφίας που προσφέρει στους μυημένους, τους βοηθά ακόμα και στις πιο δύσκολες περιόδους, να επιβιώνουν στον τόπο τους, να αναπτύσσονται και να προσαρμόζονται δημιουργικά στις απαιτήσεις των καιρών.
Που οφείλεται όμως αυτή η πολύτιμη παραλλακτικότητα του ελληνικού πολιτισμού; Ποιοι παράγοντες καθόρισαν τη διαμόρφωσή του στο πέρασμα των αιώνων; Μπορούν να βοηθήσουν στη σημερινή κατάσταση την πατρίδα μας να ξεπεράσει την πρωτόγνωρη αυτή κρίση;
Εύλογα ερωτήματα και σαφείς οι απαντήσεις.
Διακρίνοντας τη γεωγραφική κατανομή της πολιτισμικής διαφοροποίησης του ελληνικού πολιτισμού στα διοικητικά όρια των αιρετών περιφερειών διαπιστώνουμε το εξής εκπληκτικό. Τα όρια αυτά σχεδόν συμπίπτουν με τα όρια των βοτανολογικών περιφερειών της Ελλάδας. Αυτά ορίστηκαν πολύ νωρίτερα των ορίων των διοικητικών μας περιφερειών, με βοτανολογικά κριτήρια, από Γερμανούς βοτανολόγους. Η ποικιλία των ειδών, η συγκέντρωση των οικογενειών και των ειδών των φυτών και η παραλλακτικότητα τους σε κάθε γεωγραφική ζώνη, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διάκριση των βοτανολογικών αυτών περιφερειών της πατρίδας μας.
Μήπως άραγε η παραλλακτικότητα των ειδών, που γεννήθηκε από την αλληλεπίδραση της ύλης και της ενέργειας, με τη μορφή των εδαφοκλιματικών συνθηκών στο πέρασμα των αιώνων και προηγήθηκε της πολιτισμικής παραλλακτικότητας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της τελευταίας, μαζί με την ανθρώπινη παρέμβαση;
Άλλωστε ένα βασικό κριτήριο οριοθέτησης των διοικητικών περιφερειών της πατρίδας μας ήταν και είναι η πολιτισμική ομοιογένεια, όπως άλλωστε ισχύει και στην περίπτωση των βοτανολογικών περιφερειών, που όλως τυχαίως, σχεδόν συμπίπτουν με τις διοικητικές.
Σε κάθε περίπτωση η μοναδικότητα των συνθηκών του εδάφους, με το έντονο ανάγλυφο, τη γεωλογική ποικιλομορφία και η αλληλεπίδραση τους με το φώς, τον αέρα, τη βροχή και  τη θερμοκρασία, γεννούν πολλά μικροκλίματα και μικροπεριβάλλοντα στην πατρίδα μας. Οι συνθήκες αυτές στο πέρασμα των αιώνων ευνόησαν τη δημιουργία και διαμόρφωση πολλών μορφών ζωής, τόσο φυτών όσο και ζώων.
Η αλληλεπίδραση των συνθηκών αυτών με τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες δραστηριότητες οδήγησαν στη δημιουργία των κατά τόπους πολιτισμών, άρρηκτα δεμένων με τις τοπικές εδαφοκλιματικές συνθήκες. Αυτές άλλωστε επηρέαζαν καθοριστικά, μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες, τους ρυθμούς της ζωής των τοπικών κοινωνιών, τη δημιουργικότητά τους και τα επιτεύγματά τους. Όσο πιο πολλά και διαφορετικά ήταν τα ερεθίσματα από το φυσικό περιβάλλον στις ανθρώπινες κοινωνίες, τόσο πιο πολυσχιδής και πολυεπίπεδη ήταν και η αλληλεπίδρασή τους και τα αποτελέσματά τους. Αυτή η δημιουργική αλληλεπίδραση επέτρεψε στο ελληνικό πνεύμα να γεννήσει μερικές χιλιάδες νέες λέξεις για την ονοματολογία των χιλιάδων ειδών της ζωής που καταγράφονταν μέσα από την επιστημονική παρατήρηση των ειδών αυτών.
Κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού αποτελεί και η πλουσιότατη και μοναδική αυτή συλλογή των ονομάτων των ειδών της επιστήμης της συστηματικής βοτανικής. Πολύ δε περισσότερο και οι ιδιότητες των ειδών αυτών στην υπηρεσία της ζωής. Όπως τις ανακάλυψαν, έτσι και εφήρμοσαν για πρώτη φορά στον κόσμο, στην Ελλάδα, πάλι Έλληνες συστηματικοί, πρωτεργάτες της επιστήμης της φαρμακευτικής. Ακόμα ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνικού μα και του παγκόσμιου πολιτισμού που βασίζεται στη βιοποικιλότητα της ελληνικής χερσονήσου.
Χιλιάδες είναι τα τόσα παραδείγματα των στοιχείων ζωτικής σημασίας του ελληνικού πολιτισμού και της παράδοσής μας, που βασίζονται σ’ αυτή την ευλογία που έχουμε δοσμένη από το Θεό στην πατρίδα μας. Αυτά είναι και τα αληθινά στοιχεία στην καθημερινότητά μας που μας συνδέουν με το μακραίωνο παρελθόν των προγόνων και της χώρας μας. Οι αυτόχθονες φυλές ζώων, οι ντόπιες ποικιλίες φυτών, τα ενδημικά είδη, προσαρμοσμένα στην ελληνική χερσόνησο, στήριξαν τους Έλληνες σε δύσκολες εποχές για να επιβιώσουν. Η μοναδική αυτή βιοποικιλότητα αποτελεί και συστατικό στοιχείο του πολιτισμού και της εθνικής μας ταυτότητας. Αυτός ο πλούτος που σήμερα περιορίζεται, είναι βέβαιον ότι αποτελεί και πάλι τη μεγάλη παρακαταθήκη του Δημιουργού και των προγόνων προς το γένος μας.   
Σήμερα λοιπόν, στην ελληνική χλωρίδα κατατάσσονται περίπου 6.500 διαφορετικά είδη φυτών. Από αυτά τα 1.200 περίπου είναι ενδημικά, δηλαδή φύονται μόνον στην πατρίδα μας και πουθενά αλλού στον κόσμο.
Από τα ενδημικά φυτά, γεωργικώς, έχουμε αξιοποιήσει μέχρι σήμερα λιγότερα από 60 διαφορετικά είδη.
Δηλαδή από το θησαυροφυλάκιο των 6.500 αυτοφυών ή των 1.200 ενδημικών, εμείς μέχρι σήμερα αξιοποιήσαμε γεωργικώς (με οικονομικό αποτέλεσμα) μόλις τα 60.
Αυτήν την ευλογία του Θεού στον τόπο μας, που θεμελιώνει και την οικολογική ταυτότητα της χώρας, οφείλουμε και μπορούμε να την αξιοποιήσουμε. Ιδιαίτερα σήμερα με τις προχωρημένες γνώσεις της γεωπονικής επιστήμης και της φαρμακογνωσίας, μπορούμε όχι μόνον ν’ αναδείξουμε τη χαμένη ελληνικότητα της γεωργίας μας, αλλά και να τεκμηριώσουμε επιστημονικά την ανωτερότητά της. Μπορούμε και να την επιβάλλουμε διεθνώς αντί να αντιγράφουμε και να μιμούμαστε σφαλερά αλλότριες της εθνικής μας ταυτότητας πρακτικές, επιζήμιες στην υγεία και την οικονομία μας.
Άλλωστε, μετά τον πολιτισμό, το ισχυρότερο υπερόπλο της πατρίδας μας είναι η βιοποικιλότητα, αναπόσπαστο κομμάτι του οποίου αποτελεί.
Η βιοποικιλότητα αυτή είναι η μεγαλύτερη που απαντάται σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της εύκρατης ζώνης του πλανήτη, στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος με την Ελλάδα.
Όπου έγιναν σοβαρές προσπάθειες αξιοποίησης των μοναδικών αυτών χαρακτηριστικών στην ελληνική γεωργία, είχαμε τα καλύτερα αποτελέσματα. Π.χ. με τη μαστίχα της Χίου. Από την υποδειγματική οργάνωση της παραγωγής και εμπορίας του ευλογημένου αυτού προϊόντος αντλούν το εισόδημά τους αποκλειστικά ή συμπληρωματικά οι κάτοικοι 25 περίπου οικισμών του νησιού.
Αντίστοιχα αποτελέσματα μπορούμε να πετύχουμε σε ανάλογες περιπτώσεις των Π.Ο.Π. ή Π.Γ.Ε. προϊόντων μας, που βασίζονται στις ντόπιες ποικιλίες φυτών ή τις αυτόχθονες φυλές ζώων της πατρίδας μας, ή σε αυτοφυή άλλα είδη που εκδηλώνουν στην πατρίδα μας ανώτερα, μοναδικά, ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το δικό τους χαρακτήρα.
Το γενετικό υλικό του φυτικού και ζωικού βασιλείου της χώρας μας αποτελεί και σήμερα, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις κατά το περελθόν, την εγγύηση διεξόδου της χώρας από την κρίση. Πάντοτε συνδυασμένο με την ευρηματικότητα και τη δημιουργική ανησυχία του Έλληνα.
Λαμπρά είναι και άλλα παραδείγματα επωφελέστατης για τις τοπικές κοινωνίες αξιοποίησης τέτοιων γεωργικών προϊόντων. Στη χώρα μας, πορτοκάλι - Κάμπος Χίου, φυσικώς χρωματισμένα ντόπια βαμβακερά νημάτα – Αμπελάκια Λαρίσης, σταφίδα – Πελοπόννησος, σύκα – Καλαμάτας, καπνός – Ξάνθης, μάλλινα υφάσματα Καλαρρύτικου προβάτου – Συράκο / Καλαρρύτες Ιωαννίνων  κ.α. Ακόμα πιο εντυπωσιακά είναι τα  παραδείγματα επιτυχούς αξιοποίησης εγχώριου γενετικού υλικού από χώρες του εξωτερικού, όπως πορτοκαλί τουλίπα της Χίου – εθνικό προϊόν Ολλανδίας, εκχύλισμα δίκταμου – χαρακτηριστική γεύση του ποτού Martini, άγριες ελληνικές ορχιδέες – δρεπτά άνθη Ολλανδίας, κορωνέϊκη ελιά Καλαμάτας – κλάδος  ελιάς κ38i Ισπανίας που εισάγεται και στη χώρα μας ως νάνα ποικιλία!!!
Παρ’ όλα αυτά, οι δυνατότητες που παρέχονται με τις διαρκείς ανακαλύψεις της επιστήμης της γεωπονικής ή της φαρμακευτικής, σε ελληνικά πανεπιστήμια, σχετικά με τις ιδιαιτερότητες των ελληνικών αγροτικών προϊόντων είναι εκπληκτικές.
Πρόσφατη έρευνα της φαρμακευτικής Αθηνών αποκάλυψε ότι η περιεκτικότητα ελληνικού ελαιολάδου σε πολυφαινόλες, είναι η υψηλότερη που έχει καταγραφεί στα παγκόσμια χρονικά της επιστήμης. Το ελαιόλαδο αυτό προέρχονταν από ποικιλία κορωνέικης ελιάς, ξερικής καλλιέργειας, συγκεκριμένης γεωγραφικής προέλευσης, ψυχρής έκθλιψης και πρώιμης ωρίμανσης.
Παρόμοια έρευνα της Γεωπονικής Αθηνών απέδειξε ότι το πρόβειο κρέας της αυτόχθονης καλαρρυτικής φυλής, είναι πλούσιο σε Ω3, Ω6 λιπαρά οξέα και πολύ χαμηλής περιεκτικότητας σε χοληστερίνη. Είναι δηλαδή σχεδόν εφάμιλλο με το κρέας του ψαριού. Τα κοπάδια των ζώων αυτών εκτρέφονται με τα βότανα της ελληνικής χλωρίδας, κοπαδιάρικα στα βοσκοτόπια της Πίνδου (βιοποικιλότητα).
Πολλές άλλες τέτοιες έρευνες αποδεικνύουν περίτρανα τη μεγάλη βιολογική αξία των αυθεντικών ελληνικών αγροτικών προϊόντων.
Η παραγωγή τους όμως, με αυτά τα χαρακτηριστικά βασίζεται στη γνώση της επιστήμης και όχι στη σκόπιμη παραπληροφόρηση που εξυπηρετεί  άλλους σκοπούς και δυστυχώς βρίσκει συνεργούς σε πολλά επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας. Σε πολλές περιπτώσεις εισαγωγείς λειτουργούν ως σύγχρονοι κατακτητές που θέλουν να επιβάλλουν ξενόφερτα ήθη και είδη στον τόπο μας, επιζήμια κοινωνικά και οικονομικά.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η εισαγωγή κρέατος (μοσχαρίσιου και χοιρινού) στη χώρα μας ετησίως σε αξία αγγίζει το 1.2 δις €. Αυτή γίνεται από μια ντουζίνα εισαγωγέων που απολαμβάνουν τεράστια κέρδη. Πολλές φορές ξεπερνούν και τα 120 εκ. € ετησίως. Έτσι μάθαμε οι Έλληνες να τρώμε κόκκινο μοσχαρίσιο κρέας που εισάγεται σε ποσοστό 90% της εγχώριας κατανάλωσης και ξεχάσαμε τα θρεπτικότατα ψάρια ή τα αυτοφυή όσπρια που παράγονται και μπορούν να παραχθούν εξ ολοκλήρου στη χώρα μας.
Όπως, επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι από τους 250 χιλ. τόνους ελληνικού ελαιολάδου εξαιρετικής ποιότητας, οι 100 χιλ. τόνοι περίπου εξάγονται χύμα, σε βυτία, στην Ιταλία. Από εκεί συσκευάζονται σε μικρά μπουκάλια και διατίθενται στη διπλάσια ή τριπλάσια τιμή ως ιταλικά, σε άλλες αγορές.
Αυτή η στρεβλή κατάσταση που περιγράφηκε για δύο γεωργικά προϊόντα, επεκτείνεται και σε πολλά άλλα. Λειτουργεί επιζήμια για την υγεία των πολιτών και την εθνική μας οικονομία και επιβάλλεται να την ανατρέψουμε.
Η ανατροπή αυτή βασίζεται στην επιστημονική γνώση και στους «ιεραποστόλους» αυτής που θα διαλύσουν την παραπληροφόρηση του ιδιοτελή ανώνυμου ή επώνυμου πράκτορα που ζει παρασιτικά εις βάρος των Ελλήνων πολιτών (παραγωγών και καταναλωτών).
Αυτή η επιστημονική γνώση θα δώσει στην ελληνική παραγωγική κοινωνία φτερά της δημιουργίας και της συνεργασίας για την αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας  που είναι και το μεγάλο στοίχημα σήμερα για την ελληνική γεωργία. Του μόνου κλάδου που εγγυάται την εξασφάλιση της τροφής της ελληνικής κοινωνίας και της μείωση της εξάρτησής της από τα εισαγόμενα τρόφιμα και τις χώρες του εξωτερικού. Του πιο ελπιδοφόρου κλάδου για τη διέξοδο της χώρας από την κρίση.
Η αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας με τη σειρά της θα πυροδοτήσει κυριολεκτικά την ανάπτυξη στη χώρα μέσα από την ενεργοποίηση των υγειών δυνάμεων για τη μεταποίηση και εμπορία των παραγόμενων προϊόντων.
Πολλά από τα προϊόντα αυτά είναι εφικτό να είναι μοναδικά και γνήσια ελληνικά, καθώς θα επιλέγονται κατόπιν επιστημονικών δεδομένων (περιεκτικότητα σε συγκεκριμένα βιοδραστικά συστατικά) από την τεράστια δεξαμενή της βιοποικιλότητας της χώρας μας. Πολλά από τα δεδομένα αυτά υπάρχουν εδώ και χρόνια και παραμένουν αναξιοποίητα.
Σίγουρα η ίδια αγορά, όπως εξελίσσεται, θα «επιτρέψει» την εμφάνιση καταστημάτων που αποκλειστικά θα διακινούν συγκεκριμένα αγροτικά προϊόντα, μικρών παραγωγών, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τόσο ποικιλιακής, όσο και γεωγραφικής προέλευσης. Ήδη αυτό γίνεται και μάλιστα με επιτυχία στο κρασί, όπου κάθε ποικιλία σε κάθε τόπο παρουσιάζει το δικό της χαρακτήρα και χρησιμοποιείται σε διαφορετική περίσταση.
Η βιοποικιλότητα αυτή που σηματοδοτεί και αναδεικνύει την ελληνικότητα της γεωργίας μας, δεν αποτελεί απλά ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, αλλά ένα μοναδικό πλεονέκτημα ή καλλίτερα ένα φυσικό μονοπώλιο. Σ’ αυτή, εκτός της παραλλακτικότητας των ζωντανών οργανισμών κάθε προέλευσης (χερσαίων, θαλασσίων και άλλων υδάτινων οικοσυστημάτων) συμπεριλαμβάνεται και η ποικιλότητα εντός των ειδών, μεταξύ των ειδών και των οικοσυστημάτων με τα ιδιαίτερα επιφανειακά και υπόγεια χαρακτηριστικά τους. Από μόνη της η ελληνική βιοποικιλότητα διαφοροποιεί την ελληνική γεωργική παραγωγή τόσο ως προς το γενετικό δυναμικό όσο και ως προς τη γεωγραφική προέλευση. Η διαφοροποίηση αυτή ακολουθεί το προϊόν μέχρι και την τελική του χρήση.
Τα ιδιαίτερα αυτά προϊόντα, μπολιασμένα με στοιχεία της βαριάς πολιτισμικής μας κληρονομιάς και διαμέσου του τουρισμού και της αυθεντικής ελληνικής φιλοξενίας, αποτελούν το θησαυροφυλάκιο της χώρας, με θησαυρούς αμύθητης αξίας, αρκεί να μπορέσουμε να τους διαβάσουμε, να τους προσεγγίσουμε και να τους χειριστούμε  όπως χρειάζεται σ’ ένα τέτοιο υπερόπλο.
Άρθρο του Γιώργου Κασαπίδη,
Βουλευτή Κοζάνης, Γεωπόνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια γίνονται για ενημέρωση των αναγνωστών μας. Η ευθύνη των σχολίων, αστική και ποινική, βαρύνει τους σχολιαστές.